αιματουρία

αιματουρία
Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της ουρήθρας ή από τον προστάτη. Εάν το αίμα εμφανίζεται στο τέλος της ούρησης, συνήθως προέρχεται από την οπίσθια ουρήθρα ή από τον αυχένα της κύστης. Εάν τέλος η α. είναι ολική, τότε το αίμα προέρχεται από τους νεφρούς, τους ουρητήρες ή την κύστη. Όταν η α. είναι μεγάλη, για τη διαπίστωσή της αρκεί μόνο η μακροσκοπική εξέταση των ούρων, που έχουν όψη ακάθαρτη, θολή και χρώμα σκοτεινό ερυθρό. Η διαπίστωση όμως της μικρής α. γίνεται μόνο με μικροσκοπική εξέταση του ιζήματος των ούρων. Οι κυριότερες αιτίες α. είναι: προσβολή του ουροποιητικού από τα νεφρά (κακοήθη νεοπλάσματα, κακώσεις των νεφρών, λιθίαση, φυματίωση, πολυκυστικός νεφρός, οξεία και υποξεία νεφρίτιδα), από τους ουρητήρες (λιθίαση, καρκίνωμα ή θήλωμα), από την κύστη (θήλωμα, καρκίνωμα, καρκίνος προστάτη, φυματίωση, λιθίαση, οξεία κυστίτιδα, κακώσεις της κύστης, κυστίτιδα από ακτινοβολία, ξένα σώματα, αγκυλοστομίαση), γενικές νόσοι (ενδοκαρδίτιδα, λευχαιμίες, πορφύρες, αιμορραγικές διαθέσεις κλπ).
* * *
η Ιατρ.
η αποβολή ερυθρών αιμοσφαιρίων με τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hematuria, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα, -ατος + ουρία (< ούρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιματουρία — η αρρώστια κατά την οποία παρουσιάζεται αίμα στα ούρα: Ο άρρωστος έχει τώρα και αιματουρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμοσφαιρινουρία — Παρουσία αιμοσφαιρίνης στα ούρα. Προκαλείται όσες φορές συμβαίνει στον οργανισμό μεγάλη και γρήγορη καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων ώστε να αδυνατεί να διασπάσει την παραγόμενη αιμοσφαιρίνη. Διαφέρει από την αιματουρία στο ότι λείπουν εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • αιματουρικός — ή, ό [αιματουρία] αυτός που προέρχεται από αιματουρία ή που τήν προκαλεί …   Dictionary of Greek

  • αιματοκατούρημα — το η αιματουρία* …   Dictionary of Greek

  • αιματουρώ — πάσχω από αιματουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + ουρώ] …   Dictionary of Greek

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • νεφρορραγία — η ιατρ. αιματουρία νεφρικής προέλευσης …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”